ΣΤΟΠ ΟΜΟΦΟΒΙΑ

Δημήτρης Παπαϊωάννου: “Στην Ελλάδα δεν μας αρέσει να σκεφτόμαστε ότι καλλιτέχνες που μας έχουν καθορίσει είναι γκέι”

Posted in νέα, ορατότητα by stopomofovia on November 7, 2010

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι και πάλι εδώ: έναν χρόνο μετά το «Πουθενά» επανέρχεται, αυτή τη φορά για να «μιλήσει» με τον δικό του τρόπο για τον Κ. Π. Καβάφη, βασισμένος στη μουσική που έγραψε για 13 ποιήματα του Αλεξανδρινού η Λένα Πλάτωνος. Με δεδομένο και εμφανή τον ενθουσιασμό του γι΄ αυτό που προτείνει, μίλησε στο «Βήμα» για ένα θέαμα αυστηρώς ακατάλληλο, με απαγορευμένα θέματα…

– Κύριε Παπαϊωάννου,γιατί «ΚΚ» και όχι ΚΠΚ;

«Για πλάκα. Είναι κάτι που πρότεινα στη Λένα Πλάτωνος στην πρώτη μας συνάντηση, όταν με κάλεσε στο σπίτι της να ακούσω τον Καβάφη. Την ώρα που άκουγα κατάλαβα πως έπρεπε να γίνει η σκηνοθεσία της συναυλίας και της πρότεινα αυτόν τον τίτλο- της άρεσε πολύ».

– Ολα ξεκίνησαν,δηλαδή,από τη Λένα Πλάτωνος;

«Ναι. Οταν με κάλεσε είχε ήδη ετοιμάσει τα 13 τραγούδια και είχε κλείσει να τα πρωτοπαρουσιάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Απλώς ήθελε να κάνει μια χειμερινή παρουσίαση της δουλειάς της αλλά σκηνοθετημένη. Είχε και την ανασφάλεια ότι το έργο είναι μικρό. Την απελευθέρωσα όμως λέγοντάς της ότι είναι μικρό και μικρό θα παραμείνει. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το κοντσέρτο έπρεπε να έχει μόνο Καβάφη και όχι άλλη δική της δουλειά. Συμφωνήσαμε σε όλα».

– Θα λέγατε ότι είναι ένα παιχνίδι το «ΚΚ»;

«Ενα παιχνίδι. Δύο ολόιδια γράμματα είναι όπως δύο άνθρωποι ολόιδιοι μεταξύ τους. Σαν ομοφυλόφιλη σχέση. Παίζει, κατά κάποιον τρόπο, με μια τέτοια αντιστοιχία. Είχα κάνει το 1999 ένα αγαπημένο μου τρίλεπτο έργο, “Το Τραγούδι του 99”, όπου ήταν δύο άνδρες με κοστούμια και ο ένας τραβούσε το κοστούμι του άλλου. Πολλές φορές έπαιρναν το σχήμα του κάππα. Πάντως ο τίτλος είναι τα αρχικά του, δεν έχει κανένα άλλο βάθος».

– Αλήθεια,πώς έγινε η σκηνοθεσία της μελοποίησης;

«Με πέτυχε στην περίοδο που μόλις είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη και είχα βυθιστεί στην καινούργια μου μανία που είναι να κινηματογραφώ, να επεξεργάζομαι και να μοντάρω εικόνες. Αυτό είναι κάτι που ξεκίνησα πέρυσι γυρίζοντας και μοντάροντας το “Πουθενά”. Μετά πήγα στην Αμερική και έμαθα κι άλλα πράγματα για τη video art και για τον κινηματογράφο. Γυρνώντας είχα αρχίσει να ξαναδουλεύω χωρίς συγκεκριμένο στόχο στον υπολογιστή μου μαθαίνοντας ακόμη πιο πολύ το νέο μέσο μου. Η Πλάτωνος με πέτυχε σ΄ αυτή τη φάση».

– Ποιος ήταν ο δικός σας στόχος;

«Το έργο είναι αυστηρό, ιδιαίτερo, μελαγχολικό και δύσκολο στο πρώτο του άκουσμα. Η δική μου αποστολή ήταν, εφόσον αγάπησα το έργο, να δημιουργήσω ένα τοπίο το οποίο να διευκολύνει την ονειροπόληση την ώρα που έχει κανείς το πρώτο άκουσμα. Διότι πρόκειται για ένα μουσικό έργο που είναι κατ΄ εξοχήν για κατ΄ ιδίαν ακρόαση. Να φτιάξω, δηλαδή, εκπορευόμενες από τη μουσική εικόνες που προτείνονται για ονειροπόληση και διαλογισμό ώστε να επικοινωνήσει κανείς καλύτερα με τον ήχο και μέσα από αυτόν με την ποίηση. Της πρότεινα να γίνει μια μεγάλη οθόνη πίσω από τον τραγουδιστή όπου δημιουργούνται σχήματα και εικόνες. Ετσι κι έγινε».

– Οσα διαδραματίζονται στην οθόνη είναι σε συνάρτηση με τους στίχους κάθε ποιήματος;

«Μερικές φορές καθόλου, μερικές φορές ναι, σε σχεδόν εκνευριστικό βαθμό, που ήδη στ΄ αφτιά μου ακούω τις κατηγορίες περί εικονογράφησης. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όταν άκουσα τα τραγούδια σκέφθηκα σχεδόν για όλα τι ακριβώς θα γυρίσω. Και το έκανα. Αλλά τα πέταξα όλα. Ολο το έργο δημιουργήθηκε από τα πλάνα που κατά λάθος τράβηξα με την κάμερά μου, την οποία είχα μαζί μου όλο το καλοκαίρι, στο πλάι αυτών των γυρισμάτων ή σε άσχετες στιγμές· από τα σκουπίδια των γυρισμάτων. Πήρα κομμάτια που άρχισαν να συνδιαλέγονται με τη μουσική της Λένας. Ξεκινώντας λοιπόν ένα καινούργιο μέσον ο ίδιος μου ο εαυτός μού εναντιώνεται. Το προαποφασισμένο και η συσσωρευμένη εμπειρία μου από το θέατρο και τον χορό εδώ δεν λειτουργούν καθόλου. Και λειτουργεί το τυχαίο, αυτό που σχεδόν υποσυνείδητα είχα τραβήξει, ζώντας μέσα σ΄ αυτό το κλίμα. Ετσι νομίζω τουλάχιστον».

– Τι θα δούμε λοιπόν;

«Μικρά οπτικά, μικρές χορογραφίες, μικρές σκηνοθεσίες ανθρώπων ήταν αυτά που είχα κάνει. Αυτά δεν θα τα δούμε. Η ιστορία που δομήθηκε σιγά σιγά φτιάχτηκε από τον ίδιο της τον εαυτό. Επιλέγοντας ένα υλικό που μου φαινόταν γοητευτικό οδηγήθηκα τελικά σε κάποιο άλλο υλικό που με πήγε σε ένα εσωτερικό σενάριο. Ακούγοντάς το πού με πάει πήγα και θα δούμε…».

– Μιλάμε για 13 μικρές ιστορίες;

«Υπάρχουν εικόνες για κάθε τραγούδι, καμιά φορά επανέρχονται ή συνεχίζονται σε άλλο τραγούδι, και υπάρχουν και εικόνες ανάμεσα στα τραγούδια που δεν ανήκουν πουθενά. Εχω φτιάξει και ένα sound design που ακούγεται ανάμεσα ή και πάνω στα τραγούδια. Φιλοδοξώ σε ένα εσωτερικό ταξίδι το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου μια αισθηματική και υπαρξιακή περιπέτεια. Αλλά μην εμπιστεύεστε τη γνώμη των δημιουργών για τα δημιουργήματά τους! Πάντως δεν είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Θα κάνουμε πολλά χρόνια να ξαναδούμε από εμένα κάτι τέτοιο».

– Ποια ποιήματα περιλαμβάνονται;

«Τα “Τείχη”, το “Περιμένοντας τους βαρβάρους”, η “Πόλις”, το “Δώδεκα και μισή”, τα “Κεριά”, το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, αλλά και η “Μονοτονία”, η “Δέησις”. Είναι μια ανάμειξη από τους ογκόλιθους και από τα μικρά διαμάντια».

– Το γεγονός ότι ξέρουμε τα ποιήματα του Καβάφη λειτουργεί θετικά σε ένα θέαμα σαν κι αυτό;

«Και ναι και όχι. Οταν αγαπάς ένα μυθιστόρημα και πας να δεις την ταινία, δεν είναι πάντα ευχάριστο το αποτέλεσμα. Το θέαμα-ακρόαμα δεν δυσκολεύει τον θεατή-ακροατή. Εχει μια απλότητα και μια διάθεση για εσωτερικό ταξίδι, οπότε δεν φλερτάρει μαζί σου, δεν σε χαϊδεύει, ίσως σε σαγηνεύει, στέκεται εκεί και εσύ επικοινωνείς μαζί του. Δεν είναι πάντα θετικό ότι γνωρίζουμε τα ποιήματα. Εμένα, ας πούμε, ποτέ δεν μου άρεσε όποτε οπτικοποιήθηκαν αγαπημένα μου κείμενα. Θα το κρίνει ο κόσμος όμως…».

– Συμφωνείτε ότι ο Καβάφης είναι συγχρόνως οικείος και απόμακρος;

«Συμφωνώ. Εχει ταυτόχρονα μια κυνική και μια χιουμοριστική υπόνοια. Δεν αφήνεται να γίνει συναισθηματικός ενώ είναι πάντα βαθύτατα μα βαθύτατα συγκινητικός. Είναι απλός και μοντέρνος ποιητής. Η μεγάλη τέχνη πάντα έχει μια δόση ψυχρότητας».

– Γιατί ο Καβάφης παραμένει τόσο σημαντικός και επίκαιρος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς;

«Κυρίως όχι μόνο στην Ελλάδα. Η θέση του παγκοσμίως είναι πολύ σημαντική- ομολογώ ότι δεν ήξερα πως τοποθετείται στο πάνθεον. Αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω γιατί δεν ξέρω τόσο καλά το αντικείμενο. Η υπαρξιακή του ματιά επάνω στα πράγματα και η δυνατότητά του να στοχάζεται επάνω στον αισθησιασμό και στον καημό της ζωής τον κάνουν να δονεί και να δονείται. Αλλά κυρίως η τρομερή του απλότητα. Αυτό έχει σημασία για μένα…».

– Το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλος δεν επηρέασε τη διάδοση της ποίησής του;

«Στη χώρα μας έχουμε μια παράδοση να μη συνυπολογίζουμε την ομοφυλοφιλία καλλιτεχνών που μας έχουν καθορίσει και μας συντροφεύουν και χαρακτηρίζουν τον αρχαίο και τον νέο πολιτισμό. Απλώς δεν μας αρέσει να το σκεφτόμαστε. Είναι μια ποίηση πέρα και πάνω από τη συγκεκριμένη επιλογή ερωτισμού γιατί είναι ένας μεγάλος ποιητής. Οσο συγκεκριμένος κι αν είναι ο μεγάλος ποιητής, η ποίηση η ίδια μεταμορφώνει και μεγαλώνει. Τα έχει πει ο Χριστιανόπουλος, χρόνια τώρα, καλύτερα από μένα: “Είμαι ερωτικός ποιητής. Ασχολούμαι με το εδάφιο του έρωτα που μου αναλογεί. Αν είμαι καλός, η ποίησή μου θα μεγαλώσει”. Στην περίπτωση του Καβάφη – και με την αποστειρωμένη διδασκαλία που γίνεται στο σχολείο έτσι ώστε να υποβαθμιστεί το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας του- δεν μπήκε ποτέ σαν πρόκριμα».

– Αρα δεν λειτούργησε ποτέ σαν εμπόδιο… 

«Οχι, επειδή είναι τόσο μεγάλος ποιητής δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο. Επειδή είναι και πολύ μεγάλος καλλιτέχνης δεν στάθηκε ούτε στον ίδιο εμπόδιο. Γιατί ο Καβάφης δεν πήγε από δίπλα, από μέσα πήγε. Δεν πέρασε ξώφαλτσα». (more…)

Έκθεση “Shades of Love”: Με τη σκέψη στον Κωνσταντίνο Καβάφη

Posted in νέα by stopomofovia on November 5, 2010

Ο Κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου, με μια κλειστή ομπρέλα στον ώμο, στρέφεται, σχεδόν έκπληκτος, προς το φωτογραφικό φακό του Ελληνα εικαστικού και φωτογράφου Δημήτρη Γέρου.

Με διαφορετική διάθεση, σε σκοτεινά δωμάτια με στοιχειώδη φωτισμό, σε ταπεινές γειτονιές ή σε σαλόνια αρχοντικών, μόνοι ή δίπλα σε ημίγυμνα αντρικά σώματα, φωτογραφήθηκαν από τον Δημήτρη Γέρο σημαντικές προσωπικότητες απ’ όλο το φάσμα της τέχνης.

Ανάμεσά τους συγγραφείς, όπως ο Αιγύπτιος νομπελίστας Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο Αμερικανός Γκορ Βιντάλ και οι συμπατριώτες του Εντμουντ Γουάιτ και Ρίτσαρντ Χάουαρντ, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ, οι εικαστικοί Τζεφ Κουνς, Αρμάν, Τομ Γουέσελμαν, ο σκηνοθέτης Κλάιβ Μπάρκερ, η Ελληνοαμερικανίδα ηθοποιός Ολυμπία Δουκάκις και πολλοί άλλοι.

Αταίριαστοι μεταξύ τους, τουλάχιστον φαινομενικά, όλοι αυτοί μοιράζονται κάτι: το θαυμασμό και τη βαθιά εκτίμηση για την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. Γι’ αυτό δέχτηκαν να φωτογραφηθούν από τον Δημήτρη Γέρο μ’ έναν τρόπο που ανακαλεί την ατμόσφαιρα των ποιημάτων του Αλεξανδρινού.

Τριάντα πέντε από τις 70 ασπρόμαυρες φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους της ενότητας θα εκτεθούν από την 1η μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206). Είναι η έκθεση «Shades of Love», με πορτρέτα που ολοκληρώθηκαν την τελευταία δεκαετία.

Μοιραία, κάποιοι από τους δημιουργούς έχουν φύγει από τη ζωή. Κάθε φωτογραφία συνδέεται μ’ ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Γι’ αυτό και στην έκθεση πάνω σε ορισμένα πορτρέτα θα προβάλλεται ένα βίντεο, στο οποίο ο εικονιζόμενος καλλιτέχνης θα απαγγέλλει το ποίημα για το οποίο έχει ποζάρει. Θα δημιουργείται, έτσι, η ψευδαίσθηση πως ξαφνικά η ασπρόμαυρη εικόνα έχει ζωντανέψει. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βιντεοσκοπήθηκαν είναι ο Εντουαρντ Αλμπι, ο Γκορ Βιντάλ και ο Εντμουντ Γουάιτ.

«Στο δρόμο για την “Ιθάκη” έβαλα τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, άνθρωπο με αρκετά περιπετειώδη και γεμάτη εμπειρίες ζωή, να περπατάει κρατώντας τα χειρόγραφά του και μια ομπρέλα. Από τον Μισέλ Τουρνιέ, που κατοικεί σ’ ένα πρεσβυτέριο, ζήτησα να μου ποζάρει για τα “Κεριά”», σημειώνει ο Δημήτρης Γέρος. Και προσθέτει: «Για το ποίημα “Φωνές” διάλεξα τον ποιητή Ρίτσαρντ Χάουαρντ, ο οποίος είχε καλύψει όλους τους τοίχους του μπάνιου του με φωτογραφίες νεκρών προσωπικοτήτων. Ο επόμενος που σκέφτηκα ήταν ο πολύ καλός φωτογράφος Ντιουάν Μίκαλς, που έχει εμπνευστεί πολλές φωτογραφίες από την ποίησή του. Τον έβαλα να πίνει τον καφέ του στο περίφημο Factory Cafe της Νέας Υόρκης, ανάλογο με τα καφέ στα οποία νομίζω ότι θα σύχναζε και ο Καβάφης, και να προβληματίζεται από την παρουσία του νεαρού στο “Διπλανό Τραπέζι”».

Το σύνολο των φωτογραφιών τυπώθηκε σε βιβλίο μεγάλου σχήματος, 170 σελίδων, που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά από τις εκδόσεις «Insight» του Σαν Φρανσίσκο. Τον πρόλογο του βιβλίου έχει γράψει ο Αμερικανός δραματουργός Εντουαρντ Αλμπι και την εισαγωγή ο Αμερικανός ποιητής και τεχνοκριτικός Τζον Γουντ. Τη μετάφραση των ποιημάτων, ειδικά γι’ αυτή την έκδοση, έκανε ο Ντέιβιντ Κόνολι.

πηγή